Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Οι πρώτοι Ολυμπιονίκες




Μαρμάρινη βάση με παράσταση αθλητών από την Ακρόπολη των Αθηνών. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.
Α' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. ΥΠ.ΠΟ./ΤΑΠ.

Η συμμετοχή κάθε αθλητή στους Ολυμπιακούς Αγώνες θεωρούνταν από τον ίδιο και τον περίγυρό του η σημαντικότερη εμπειρία της ζωής του. Κατά τη διάρκεια των δώδεκα αιώνων που οργανώνονταν οι αγώνες, από τους χώρους της Ολυμπίας πέρασαν μεγάλοι αθλητές που με τις νίκες τους απέκτησαν θρυλικές διαστάσεις και έμειναν αθάνατοι στη συνείδηση του κόσμου. Διάσημοι αθλητές του 6ου αι. π.Χ. μνημονεύονταν ακόμη και το 2ο αι. μ.Χ., όπως ο παλαιστής Μίλων από τον Κρότωνα.


Σε αυτή την ενότητα παρατίθενται σύντομες πληροφορίες για ορισμένους από τους πλέον ξακουστούς Ολυμπιονίκες, όπως ο Θεαγένης από τη Θάσο, ο Λεωνίδας και ο Διαγόρας από τη Ρόδο, ο Μίλων και ο Αστύλος από τον Κρότωνα, ο Πολυδάμας από τη Σκοτούσσα, ο Μελαγκόμας από την Καρία και ο Ηρόδωρος από τα Μέγαρα.


Θεαγένης από τη Θάσο (παγκράτιο, πυγμαχία)


Ο Θεαγένης, γιος του Τιμοσθένη, ενός ιερέα στο ναό του Ηρακλή στη Θάσο, εξελίχθηκε σε έναν από τους διασημότερους παγκρατιαστές και μετά το θάνατό του λατρεύτηκε ως θεός-θεραπευτής. (φώτο: Απότμημα επιτάφιας στήλης πύκτη. Περίπου 540 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Κεραμεικού Π 1054. Γ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. ΥΠ.ΠΟ./ΤΑΠ.)

Μερικοί πίστευαν ότι ήταν στην πραγματικότητα γιος κάποιου θεού, ο οποίος μεταμφιεσμένος κοιμήθηκε με τη μητέρα του. Ο Θεαγένης έγινε διάσημος σε ηλικία εννέα ετών. Τότε λέγεται ότι έκλεψε το χάλκινο άγαλμα ενός θεού από τη βάση του και το κουβάλησε σπίτι του. Μερικοί στη Θάσο εξοργίστηκαν με αυτή την ιερόσυλη πράξη και θέλησαν να τον τιμωρήσουν με θάνατο. Τελικά όμως αποφασίστηκε ως αρκετή τιμωρία να μεταφέρει απλώς το άγαλμα πίσω στη θέση του, όπως και έκανε. Η ιστορία αυτού του κατορθώματος έκανε διάσημο το μικρό Θεαγένη σε όλη την Ελλάδα.

 Ο νεαρός Θάσιος έγινε για πρώτη φορά ολυμπιονίκης το 480 π.Χ. (75η Ολυμπιάδα) στην πυγμαχία (πυγμή) και το 476 π.Χ. (76η Ολυμπιάδα) στο παγκράτιο. Νίκησε επίσης τρεις φορές στα Πύθια, εννέα στα Νέμεα και δέκα στα Ίσθμια, άλλοτε στην πυγμαχία και άλλοτε στο παγκράτιο. Μία φορά, στους αγώνες που οργανώνονταν στη Φθία προς τιμήν του Αχιλλέα, δοκίμασε στο δόλιχο, ένα από τα αγωνίσματα του δρόμου, όπου και νίκησε. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, οι στέφανοι που είχε κερδίσει κατά τη διάρκεια της αθλητικής του δραστηριότητας ανέρχονταν στους 1.400. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι το άγαλμά του στην Ολυμπία, έργο του γλύπτη Γλαυκία από την Αίγινα, ήταν στημένο στην Άλτη δίπλα σε εκείνα του Φιλίππου Β' και του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Θεαγένης απέκτησε μεγάλη δόξα για την πατρίδα του και οι συμπατριώτες του ήταν πολύ περήφανοι γι' αυτόν. Μετά το θάνατό του, έστησαν το άγαλμά του στη Θάσο. Ο Παυσανίας διηγείται μια σχετική ιστορία, ότι κάποιος που αντιμετώπιζε το Θεαγένη όσο ζούσε, χωρίς όμως ποτέ να καταφέρει να τον νικήσει, πήγαινε και μαστίγωνε το άγαλμα του ολυμπιονίκη κάθε βράδυ. Φαίνεται ότι μια βραδιά, καθώς εκείνος χτυπούσε το άγαλμα, αυτό ξεκόλλησε και έπεσε επάνω του, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει. Τα παιδιά του, στη θλίψη τους, κατηγόρησαν το άγαλμα για φόνο. Σύμφωνα με το νόμο των Θασίων, ο φόνος τιμωρούνταν με εξορία, γι' αυτό και το άγαλμα ρίχτηκε στη θάλασσα. Μετά απ' αυτό, μεγάλη ξηρασία χτύπησε το νησί και ο λαός δυστύχησε. Ακολουθώντας δελφικό χρησμό, οι Θάσιοι, σε μια προσπάθεια να εξευμενίσουν τη Δήμητρα, επανέφεραν στο νησί όλους τους εξόριστους. Ωστόσο, η ξηρασία και ο λιμός συνεχίστηκαν και οι άρχοντες ξαναζήτησαν τη συμβουλή του μαντείου. Τότε η Πυθία τούς θύμισε το άγαλμα του Θεαγένη που βρισκόταν στο βυθό της θάλασσας. Και ενώ εκείνοι ανησυχούσαν για το πώς θα βρουν το άγαλμα, κάποιοι ψαράδες το έπιασαν στα δίχτυα τους και το έφεραν στη στεριά. Η ξηρασία σταμάτησε και από τότε οι Θάσιοι άρχισαν να προσφέρουν θυσίες στο θεό-θεραπευτή Θεαγένη.


Λεωνίδας από τη Ρόδο (δρομέας)


Ο Λεωνίδας έγινε διάσημος και τελικά θεοποιήθηκε για τις νίκες του σε τρία αγωνίσματα του δρόμου: το στάδιο, το δίαυλο και τον οπλίτη δρόμο. (φώτο: Χάλκινος δρομέας κατά τη στιγμή της εκκίνησης από την Ολυμπία. 480-470 π.Χ. Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο Β26. Ζ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. ΥΠ.ΠΟ./ΤΑΠ.)

Οι ιστορικές μαρτυρίες τον χαρακτηρίζουν ως τον αθλητή με το δαιμόνιον τάχος (τη δαιμονισμένη ταχύτητα). Ο Ρόδιος δρομέας κατάφερε να νικήσει και στα τρία αγωνίσματα σε τέσσερις διαδοχικές Ολυμπιάδες, ένα επίτευγμα που δεν επαναλήφθηκε από άλλον αθλητή. Θεωρείται δε ιδιαίτερα εντυπωσιακό, γιατί και τα τρία αγωνίσματα ήταν δρόμοι ταχύτητας ή/και ημιαντοχής, και όπως είναι γνωστό είναι πιο δύσκολο να διατηρήσει ένας δρομέας την αντοχή και την ταχύτητά του για ένα τέτοιο χρονικό διάστημα -τέσσερις Ολυμπιάδες- από ό,τι ένας πυγμάχος ή ένας παλαιστής τη δύναμή του. Γι' αυτό, εξάλλου, τα κατορθώματα του Λεωνίδα υπήρξαν γνωστότερα από εκείνα άλλων αθλητών που νίκησαν σε συνεχόμενες Ολυμπιάδες στα βαρέα αθλήματα.

Ο Λεωνίδας κέρδισε τις πρώτες του ολυμπιακές νίκες το 164 π.Χ. (154η Ολυμπιάδα) και στα τρία αγωνίσματα του δρόμου και ακολούθησαν εκείνες του 160 π.Χ., του 156 π.Χ. και τέλος του 152 π.Χ., όταν σε ηλικία 36 ετών χάρισε στο νησί του ακόμη τρία στεφάνια και αποθεώθηκε από τους συμπατριώτες του.




Μίλων από τον Κρότωνα (παλαιστής)


Ο Μίλων, γιος του Διοτίμου, έζησε τον 6ο αι. π.Χ. και γιόρτασε την πρώτη του νίκη σε Ολυμπιάδα στο αγώνισμα της πάλης παίδων. (φώτο: Χάλκινο σύμπλεγμα αθλητών πάλης από την Αίγυπτο. 2ος-1ος αιώνας π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Συλλογή Δημητρίου ΑΙΓ 2548. ΥΠ.ΠΟ./ΤΑΠ.)

Μέχρι το τέλος της ζωής του είχε ακόμη πέντε ολυμπιακές νίκες στην πάλη ανδρών. Νίκησε επτά φορές στα Πύθια, εννέα στα Νέμεα και δέκα στα Ίσθμια. Υπήρξε ο σπουδαιότερος από τους Κροτωνιάτες αθλητές και ένας από τους πιο ξακουστούς του αρχαίου κόσμου.

Οι αρχαίοι συγγραφείς έχουν διασώσει στα γραπτά τους πολλές ιστορίες για τους άθλους του και την υπεράνθρωπη δύναμή του. Ο Φύλαρχος αναφέρει ότι κάποτε, στη γιορτή του Δία, ο Μίλων μετέφερε ένα δαμάλι τεσσάρων χρόνων στους ώμους του, το οποίο και κατανάλωσε αργότερα μόνος του. Κατά τη διάρκεια συμποσίου των Πυθαγορείων -στους οποίους ανήκε- συγκράτησε την κεντρική κολόνα της αίθουσας, ενώ αυτή έπεφτε, ωσότου να προλάβουν να απομακρυνθούν όλοι. Ήταν ξακουστός για τις τεράστιες ποσότητες τροφής και ποτού που κατανάλωνε. Ο Αθήναιος, συγγραφέας των Δειπνοσοφιστών που έζησε στη Ρώμη το 2ο αι. μ.Χ., αναφέρει ότι ο Μίλων κατανάλωνε ταχτικά πέντε κιλά κρέας, άλλα τόσα ψωμί και τρεις κανάτες κρασί (περ. 10 λίτρα) σε κάθε γεύμα. Ο Θεόδωρος Ιεραπολίτης περιγράφει ότι, όταν η γειτονική Σύβαρις κήρυξε πόλεμο στον Κρότωνα, ο Μίλων με στεφάνι στο κεφάλι, δορά λιονταριού στους ώμους και κραδαίνοντας ρόπαλο βγήκε μπροστά και συνάντησε τους εχθρούς, ακολουθούμενος από τους κατοίκους της πόλης. Η επίθεσή τους ήταν τόσο ορμητική, ώστε οι Συβαρίτες τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης.

Ο Μίλων έζησε ένδοξα, αλλά το τέλος του ήταν τραγικό. Σε μία βόλτα του στο δάσος είδε έναν κορμό δέντρου, που μόλις είχε κοπεί, με σφήνες μπηγμένες μέσα για να τον ανοίξουν. Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα χέρια του για να τον ανοίξει, αλλά, καθώς προσπαθούσε, οι σφήνες πετάχτηκαν και τα χέρια του παγιδεύτηκαν μέσα στον κορμό. Δεν κατάφερε να απελευθερωθεί και, όταν ήρθε η νύχτα, τον σκότωσαν τα αγρίμια.


Διαγόρας από τη Ρόδο (πυγμάχος)


Ο Διαγόρας, γιος του Δαμάγητου και δισέγγονος του βασιλιά της Ιαλυσού Δαμάγητου, υπήρξε ο διασημότερος από όλους τους πυγμάχους της Αρχαιότητας. Ο ποιητής Πίνδαρος τον αποκαλεί "πελώριο" και λέγεται ότι η εξωτερική του εμφάνιση ήταν εντυπωσιακή, λόγω μεγέθους αλλά και εξαιτίας της ομορφιάς του. (φώτο: Χάλκινη κεφαλή πυγμάχου-νικητή που εικονίζει τον πυγμάχο Σάτυρο. Μέσα 4ου αιώνα π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 6439. ΥΠ.ΠΟ./ΤΑΠ.)

Στέφθηκε ολυμπιονίκης στην πυγμή το 464 π.Χ., στην 79η Ολυμπιάδα. Υπήρξε επίσης δύο φορές νικητής στα Νέμεα, τέσσερις στα Ίσθμια, πολλές φορές στη γενέτειρά του Ρόδο, στα Παναθήναια, στο Άργος, στο Λύκαιο, στην Αίγινα, στα Μέγαρα και αλλού.

Ο Διαγόρας ξεχώριζε για το μοναδικό τρόπο με τον οποίο πυγμαχούσε. Τον αποκαλούσαν "ευθυμάχα", επειδή δεν απέφευγε τον αντίπαλο, δεν έσκυβε και δεν έστρεφε το σώμα του. Διεκδικούσε καθαρά τη νίκη και με αξιοπρέπεια, ενώ τηρούσε πάντα σχολαστικά τους κανόνες, προκαλώντας στους οπαδούς του θαυμασμό και περηφάνια. Ο Πίνδαρος έγραψε ωδή προς τιμήν του και το άγαλμά του είχε στηθεί στην Άλτη.

Είχε την ευτυχία να δει τους γιους του να στεφανώνονται και αυτοί Ολυμπιονίκες -ο Δαμάγητος στην πυγμή, ο Ακουσίλαος και ο Δωριέας στο παγκράτιο- καθώς και τους εγγονούς του Ευκλή και Πεισίροδο. Το 448 π.Χ., στην 83η Ολυμπιάδα, ο Διαγόρας γνώρισε την αποθέωση περιφερόμενος στους ώμους των ολυμπιονικών γιων του και επευφημούμενος από τα πλήθη. Συμφωνώντας μάλλον με τα λόγια κάποιου Σπαρτιάτη, που βλέποντάς τον του φώναξε ότι δεν του έχει απομείνει πλέον τίποτα άλλο από το να ανέβει στον Όλυμπο κοντά στους θεούς, ο Διαγόρας έγειρε στα χέρια των παιδιών του και πέθανε.



Μελαγκόμας από την Καρία (πυγμάχος)


Ο Δίων Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Μελαγκόμας από την περιοχή της Καρίας στη Μικρά Ασία ξεχώριζε ανάμεσα στους κορυφαίους πυγμάχους της Αρχαιότητας, επειδή νικούσε τις περισσότερες φορές χωρίς να τραυματίσει τον αντίπαλό του, αλλά και χωρίς να τραυματιστεί ο ίδιος. Αυτό θεωρούνταν εξαιρετικά σπάνιο, αφού η πυγμαχία συνδεόταν με κατάγματα στο ρινικό οστό και παραμορφώσεις των αυτιών και γενικότερα του προσώπου. Ο Μελαγκόμας πίστευε ότι η πρόκληση σωματικών βλαβών, είτε στον αντίπαλο είτε στον εαυτό του, φανέρωνε έλλειψη γενναιότητας. Τελικά, εξαντλώντας τους αντιπάλους του, τους εξανάγκαζε στην παραίτηση από τον αγώνα και στην αποδοχή της ήττας τους.

Το 45 μ.Χ. ο Μελαγκόμας νίκησε για πρώτη φορά στη 206η Ολυμπιάδα και ακολούθησαν πολλές νίκες του σε άλλους αγώνες.


Ηρόδωρος από τα Μέγαρα (σαλπιγκτής)


Ο Αθήναιος παραπέμπει στο συγγραφέα Αμάραντο από την Αλεξάνδρεια για να δώσει την περιγραφή του διασημότερου σαλπιγκτή της Αρχαιότητας. Λέγεται ότι ο Ηρόδωρος ήταν ογκώδης και κατανάλωνε 7 κιλά περίπου ψωμί, άλλα τόσα κρέας και 6 λίτρα κρασί, ενώ κοιμόταν σε δορά λιονταριού. (φώτο: Το έπαθλο στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν ένα στεφάνι ελιάς. Στη φωτογραφία, εικονίζεται χρυσό στεφάνι από το μακεδονικό τάφο Ι της Αμφίπολης. Β' μισό 3ου αιώνα π.Χ. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο Μ2403. ΙΗ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. ΥΠ.ΠΟ./ΤΑΠ.)

Κέρδισε σε δέκα συνεχείς Ολυμπιάδες με πρώτη το 328 π.Χ. και τελευταία το 292 π.Χ., καλύπτοντας διάστημα σχεδόν 40 χρόνων. Το 303 π.Χ. βοήθησε το Δημήτριο Α' τον Πολιορκητή να κυριεύσει το Άργος, σαλπίζοντας με δύο σάλπιγγες ταυτόχρονα και εμψυχώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους στρατιώτες να πολεμήσουν με περισσότερη ορμή.


Αστύλος από τον Κρότωνα (σταδιοδρόμος)


Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Αστύλος ήταν νικητής σε τρεις συνεχόμενες Ολυμπιάδες, από το 488 έως το 480 π.Χ., στα αγωνίσματα του σταδίου και του διαύλου. (φώτο: Απεικόνιση σταδιοδρόμου κατά τη διάρκεια αγώνα σε παναθηναϊκό αμφορέα. 460 π.Χ. Bologna, Museo Civico Archeologico.)

Ο ανδριάντας του βρισκόταν στην Άλτη και ήταν έργο του Πυθαγόρα από το Ρήγιο, ενώ ο ποιητής Σιμωνίδης τον απαθανάτισε σε επίγραμμα. Παρά τη φήμη του, η μοίρα του ήταν τραγική. Όταν δέχτηκε να αγωνιστεί στις Ολυμπιάδες του 484 και 480 π.Χ. ως πολίτης των Συρακουσών, για να τιμήσει τον τύραννο Ιέρωνα, οι συμπολίτες του Κροτωνιάτες τον έδιωξαν από την πόλη, μετέτρεψαν το σπίτι του σε δεσμωτήριο και οι συγγενείς του τον εγκατέλειψαν.


Πολυδάμας από τη Σκοτούσσα (παγκρατιαστής)


Ο Πολυδάμας ή Πουλυδάμας, γιος του Νικίου, καταγόταν από τη Σκοτούσσα στη Θεσσαλία. Νίκησε το 408 π.Χ. (93η Ολυμπιάδα) στο παγκράτιο και ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο ανδριάντας του στην Άλτη ήταν έργο του διάσημου γλύπτη Λυσίππου. Ωστόσο, η φήμη του δε βασιζόταν μόνο σε αυτή τη νίκη, αλλά κυρίως στα κατορθώματά του, τα οποία, σύμφωνα με τους συγχρόνους του, ήταν ανάλογα με εκείνα των ηρώων. (φώτο: Χάλκινος Απόλλων ή αθλητής από την Ακρόπολη των Αθηνών. 500-490 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Χ 6445. ΥΠ.ΠΟ./ΤΑΠ.)

Λέγεται ότι ο Πολυδάμας είχε σκοτώσει ένα λιοντάρι με μόνο όπλο τα χέρια του, ενώ είχε κρατήσει έναν ταύρο ακίνητο με τον ίδιο τρόπο. Άλλοτε πάλι είχε ακινητοποιήσει ένα άρμα εν κινήσει. Κάποτε, ο Δαρείος ο Ώχος, νόθος γιος του Αρταξέρξη, τον κάλεσε στην αυλή του και του ζήτησε να μονομαχήσει με τρεις εκλεκτούς στρατιώτες του, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με πλήρη οπλισμό. Ο Πολυδάμας τούς σκότωσε όλους με ένα ρόπαλο. Υπήρξε όμως άτυχος στο τέλος της ζωής του. Ο θάνατός του ήταν τραγικός, καθώς καταπλακώθηκε από τη στέγη μιας σπηλιάς, την οποία προσπάθησε να συγκρατήσει με τα χέρια του.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου